< διφρελάτειρα
διφρευτής >
δίγρευσις
,
-εως, ἡ
viaje en carro
τοῦ Διὸς ἡ δ. πρὸς οὐρανὸν ἐξ Ἴδης
Tz.
Alleg.Il
.8.137.