< διφρευτής
διφρεύω >
διφρευτικός
,
-ή, -όν
relativo a la conducción de un carro
ἐπιστήμη
Ephor.97
•
subst. ἡ δ.
las carreras de carros
,
Tz.Comm
.Ar.2.384.6.