διορμίζω
anclar en medio
τὰς ναῦς ἐπ' ἀγκυρῶν μετεώρους διορμίσαςLongus 2.25.2, en v. pas.
τὰ διωρμισμένα πλοῖαD.S.20.88, cf. Peripl.M.Rubri 39, 55
•fig., en v. med. asentarse firmemente
διορμίζεται ... ὁ βίος ἀνὰ λόγον ταῖς ἐπὶ πολλῶν ἀγκυρῶν σαλευούσαις ναυσίνHierocl.Exc.56.19.