διόρνυμαι
1 lanzarse a través
δι' ὀρῶν Κιλίκων ... διορνυμέναA.Supp.552, cf. Pi.Fr.70d.7.
2 surgir de c. gen.
πνεῦμα θεοῦ νοεροῖο διορνύμενον γενετῆροςNonn.Par.Eu.Io.15.106.
δι' ὀρῶν Κιλίκων ... διορνυμέναA.Supp.552, cf. Pi.Fr.70d.7.
πνεῦμα θεοῦ νοεροῖο διορνύμενον γενετῆροςNonn.Par.Eu.Io.15.106.