< διοικοδομέω
διοικοδόμησις >
διοικοδομή
,
-ῆς, ἡ
arq.
estructura
ἡ τοῦ θυσιαστηρίου κατασκευὴ συμμέτρως ἔχουσαν ... τὴν διοικοδομὴν εἶχε
Aristeas 87.