διοικοδομέω


1 construir a lo largo τὸν θυραῖον τοῖχον IG 11(2).165.20 (Delos III a.C.), τὸ τεῖχος Ιερουσαλημ LXX 2Es.12.17, διοικοδομήσαντες τὸ πρὸς Μεγαρέας (τεῖχος) Th.4.69, στοάν Th.8.90.

2 separar o dividir mediante una construcción ἥμισυ διοικοδομήσας (σταθμόν) ἔκτισα γυμνάσιον SB 13837.3 (III a.C.), διοικοδομεῖν ... καὶ διαφράττειν ... τὰ ἑρκία Them.Or.235d
milit. ταύτην (τὴν Νῆσον) διῳκοδόμησεν ἀπὸ τῆς ἄλλης πόλεως τείχει D.S.14.7
cerrar con barricadas τὰς ὁδούς D.S.13.56, cf. D.C.41.12.3, τοὺς στενωπούς D.S.16.76.

3 fig. construir separando c. ac. y gen. de los obj. separados ἰσθμὸν καὶ ὅρον διοικοδομήσαντες τῆς τε κεφαλῆς καὶ τοῦ στήθους Pl.Ti.69e, en v. pas., Longin.32.5
dividir mediante una construcción διοικοδομοῦσι τοῦ θώρακος αὖ τὸ κύτος Pl.Ti.69e.