< διοικοδομή
διοικοδομητέον >
διοικοδόμησις
,
-εως, ἡ
construcción de un muro
ἐς τὰν διοικοδό[μ]η[σιν] κ[αὶ σωτη]ρία[ν τ]ᾶς πό[λιος
IG
4.757B.33, cf. A.42 (Trezén II a.C.).