διοικισμός, -οῦ, ὁ


separación, dispersión entre dos pers., Ph.1.459, de la población τὸν περὶ τοῦ διοικισμοῦ νόμον Plu.Cam.9, cf. 11, Pel.20, τὰς ἐκ τοῦ διοικισμοῦ τῆς πόλεως ἀτυχίας D.H.6.81, Μαντινέων Harp.s.u. Μαντινέων διοικισμός.