διεξαΐσσω
• Alolema(s): át. -ᾴττω


1 surgir, levantarse (ἄνεμοι) ἐκ κόλπων διεξᾴττοντες Arist.Mu.394b15, cf. 397a31.

2 pasar entre, superar atravesando οὐχ ἅψατο συνδρομάδων ναῦς, ἀλλὰ διεξάιξε Theoc.13.23.