< διεξαγωγός
διεξαΐσσω >
διεξαιρέω
1
arrebatar
,
privar de
οὐκ ὀλίγον ... τῆς δεινότητος
Dem.
Eloc
.299.
2
fraccionar
,
dividir
τὸ χωρίον εἰς τὰ δοθέντα μέρη
Hero
Dioptr
.26.