< διεξαΐσσω
διεξαμμένος >
διεξαμείβω
atravesar
,
sobrepasar
en v. pas.
ᾧ βίου μόνα ἐτῶν διεξάμειπτο διπλόα δεκάς
IG
12(8).441.11 (Tasos II/I a.C.).