< διέκ
διεκβάλλω >
διεκβαίνω
salir atravesando
c. ac.
τὰ ὄρη
Str.12.2.4
•
intr.
διεκβέβηκε ... εἰς ἀγορὰν ὁ Τηλέμαχος
Eust.1886.57.