διεκβάλλω
• Grafía: graf. διεγβ- BGU 1200.23 (I a.C.)
I tr.
1 atravesar, ir a través
τὴν λίμνηνStr.16.1.21,
τὴν ΣτυμφαλίανPlb.4.68.5,
τὴν δ' ἔρημονPlb.10.28.1,
(τόπους)Plb.10.29.3,
τὰ στενάPlu.Pel.17,
τὸν Γαδειραῖον πορθμόνPlu.Sert.8,
τραχὺν αὐλῶνα καὶ στενόπορονPlu.Luc.25, cf. Str.15.3.6.
2 asignar, conceder en v. pas.
διεγβαλλομένας εἰς τὸ ἡμῶν ἱερὸν τὰς ... πυροῦ ἀρτάβας ἑκατ[όνBGU l.c., cf. 1854.8 (I a.C.).
3 astr. medir un número dado de divisiones a partir de un punto fijo en una escala graduada, numerar algo desde
τὰς λοιπὰς (ἡμέρας) διέκβαλε ἀπ(ὸ) Θώθastr. en PRyl.27.11,
ἀπὸ τοῦ κεκληρωμένου ζῳδίου τὴν ἡμέραν διέκβαλλεVett.Val.195.4,
ἀπὸ τοῦ ὡροσκόπου διεκβαλοῦμενVett.Val.166.25.
4 pasar, hacer pasar a través
τὴν δὲ ἑτέραν (ἀρχὴν τοῦ τόνου) διὰ τῶν τρημάτωνHero Bel.98.9,
δ. τε κάτω τὰ πέρατα τῶν δεσμῶν, ἀλλήλοις τε συνδεῖν ἐκεῖpasar por debajo (del animal) los extremos de las cuerdas y anudarlos entre sí ahí Gal.2.627,
δ. χρὴ τὴν βελόνην ἔξωθεν εἴσω δι' αὐτοῦ μόνου (τοῦ ἐπιγαστρίου)Gal.10.418, cf. Aët.7.37,
δ. τὸ διάπυρον σιδήριον ἐκ τῶν δεξιῶν ἐπὶ τὰ ἀριστηρὰ μέρη τῆς μασχάληςGal.18(1).375, en v. pas.
προσκαταδεσμεῖ (τὸ βρέφος) κηρίαις διεκβαλλομέναις διὰ τῶν πλαγίων ἐκκοπῶνSor.61.3,
διὰ τῶν τῆς διαιρέσεως χειλῶν ἀγκτῆρες ῥαμμάτινοι διεκβαλλέσθωσανHeliod. en Orib.44.7.4, cf. Gal.2.627.
5 sacar, retirar
χρίειν δὲ τὸ στόμα ... νάπυϊ τετριμμένῳ πειρώμενον τὸ προσπλασσόμενον τοῖς δακτύλοις δ.Paul.Aeg.3.9.3.
II intr.
1 discurrir a través, pasar por de ríos y fronteras
(ὁ Εὐφράτης) διὰ τοῦ Ταύρου διεκβαλώνStr.16.1.13
•extenderse c. prep. y ac.
διεκβάλλει τὸ ὅριον ἀπὸ κορυφῆς τοῦ ὄρους ἐπὶ πηγὴν ὕδατοςLXX Io.15.9.
2 dar paso hacia, desembocar en
λιβὸς εἴσοδος καὶ ἔξοδος κοινὴ ... διεγβάλλουσα εἰς νότον καὶ βορρᾶal oeste una entrada y salida común que da paso al sur y al norte, PLond.154.9, cf. 24 (I d.C.).