διέκ
• Morfología: [διέξ ante vocal, pero διὲξ σωλῆνος Archil.14, διὲξ τὸ μύρτον Archil.234]
prep. hacia afuera atravesando c. verb. de mov. y gen.
προθύρουIl.15.124, cf. Od.18.101, 386, h.Merc.158,
μεγάροιοOd.10.388, 17.61, 460, 19.503, Lyr.Adesp.364.5S.,
μεγάρωνh.Cer.281,
σωλῆνοςArchil.l.c.,
θυρέωνHippon.86.12, Plu.2.418b,
θαλάμοιοEuph.38A.8, cf. Opp.H.4.199,
πεδίωνA.R.3.888, cf. 916,
ὕληςA.R.4.161,
ῥινῶν τε καὶ αὐχένοςNic.Th.301
•tb. c. ac.
Πελοπόννησονh.Ap.432,
διὲκ πέτρας ἐλάσειανA.R.2.558,
νῆα διὲκ πέλαγος σεῦεν μέσονA.R.2.620, cf. 3.73.