διαχλιδάω
• Morfología: [sólo perf. part. διακεχλιδώς Archipp.48, διακεχλοιδώς Hsch., inf. διακεχλοιδέναι Hsch.δ 1074]


ser afeminado βαδίζει †διακεχλιδώς Archipp.l.c., Hsch.ll.cc.