διαχλευάζω
1 burlarse de, mofarse de c. ac. de pers.
τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατονPl.Ax.364b, cf. D.50.49, Plb.18.4.4, 32.2.5, I.AI 15.220, Longin.29.1, Eus.VC 3.1.2, Chrys.M.60.661, c. ac. de abstr.
τὸν λόγονGr.Nyss.Eun.1.549
•abs. Act.Ap.2.13, Origenes Cels.4.38, Sch.Ar.Nu.449c
•fig.
ἡ τύχη διαχλευάζει τὰ ἀνθρώπειαProcop.Goth.4.33.24.
2 engañar
τοὺς ὠνουμένουςGp.7.7.5.