διάχλωρος, -α, -ον
verde, de color verde o verdoso
(ῥάβδοι)Gal.18(1).495,
ὁ καλούμενος αἱματίτης λίθοςPh.Byz.Mir.2.3, de joyas Stud.Pal.20.5.6 (II d.C.), BGU 2328.5 (V d.C.),
ἡ δὲ ὄψις αὐτῆς ὅλη λαμπρὰ δ.T.Sal.13.5 (ap. crít.).
(ῥάβδοι)Gal.18(1).495,
ὁ καλούμενος αἱματίτης λίθοςPh.Byz.Mir.2.3, de joyas Stud.Pal.20.5.6 (II d.C.), BGU 2328.5 (V d.C.),
ἡ δὲ ὄψις αὐτῆς ὅλη λαμπρὰ δ.T.Sal.13.5 (ap. crít.).