διαχειρίζω


I 1manejar, encargarse de, gestionar χρήματα And.Myst.147, Lys.24.26, Isoc.17.2, Aeschin.3.30, X.HG 7.4.34, IG 22.1191.23 (IV a.C.), IIl.25.74 (III a.C.), D.Chr.13.22, cf. D.27.6, IG 13.52A.19 (V a.C.), 22.380.16 (IV a.C.), D.C.52.25.1, σταθμία καὶ ζυγὰ καὶ μέτρα Ph.2.368, πράγματα And.2.17, ταύτην τὴν ἀρετὴν ... δικαίως Pl.Grg.526b, πολλὰ τῶν κοινῶν Arist.Pol.1322b8, cf. Lys.9.12, 30.4, D.18.111, Aeschin.3.14, Str.1.1.16, en v. pas. ἄλλα τε πολλὰ δικαίως αὐτῷ διεχειρίζετο X.An.1.9.17, τούτων διαχειρισθέντων arreglados esos asuntos D.H.4.29, cf. X.Oec.14.7
en v. med. mismo sent. emprender, realizar por cuenta propia ἤκουσεν ἔργα ἀνδρὸς ἤδη διαχειριζόμενον τὸν Κῦρον X.Cyr.1.4.25, ἐμμελῶς ἕκαστα διαχειρίσασθαι πεφυκώς Plu.Per.15.

2 medic. tratar, dar tratamiento a ἐν τούτῳ τῷ καιρῷ ἀσφαλὲς διαχειρίζειν Hp.Prog.23, cf. Aff.1, en v. pas. Hp.Mul.2.111, Acut.4
ret. tratar, ocuparse de en el discurso τοῦ ῥήτορος ... ἐστὶ ... τὸ ... διαχειρίσαι ἕκαστα Aristid.Rh.502.

3 c. violencia empuñar, blandir ξίφη διαχειρίζοντες Procop.Goth.4.32.7, cf. Basil.M.31.1376C.

II usos esp. en v. med. c. ac. de pers. asesinar, matar τὸν Ἀχαιόν Plb.8.21.8, cf. D.S.31.22, D.H.1.81, 7.10, Act.Ap.5.30, 26.21, I.AI 16.115, BI 1.113, Plu.2.220b, Hdn.3.12.1, Hld.1.12.2, D.C.72.14.1, Hierocl.Facet.152b, Gr.Nyss.M.46.1137B, fig. χεῖρας αὐτοῦ καὶ πόδας καὶ ... τὰ ὄστεα διαχειρίζονται en una imagen de la iglesia como cuerpo de Cristo, Eus.DE 10.8 (p.487)
c. ac. de pron. refl. suicidarse αὑτὸν διαχειρισάμενος D.S.18.46, Str.14.6.6.