διαχείρισις, -εως, ἡ
1 manejo, gestión
πραγμάτωνTh.1.97,
τῆς πόλεωςD.C.54.6.5, abs. Lib.Ep.245.9,
ἐν διαχειρίσει τῇ ἀπὸ σιδήρου γινομένῃSch.A.Th.788-791.
2 ret. tratamiento de un asunto, Aristid.Rh.501, Lib.Decl.49.proem.1.4.
πραγμάτωνTh.1.97,
τῆς πόλεωςD.C.54.6.5, abs. Lib.Ep.245.9,
ἐν διαχειρίσει τῇ ἀπὸ σιδήρου γινομένῃSch.A.Th.788-791.