διαχειραγωγέω
guiar, conducir
ἀπὸ τῆς γλώττης ἐπὶ τὰ ἔργα τὸ κόσμιον διαχειραγωγεῖνClem.Al.Strom.2.23.145, en v. pas.
ἐπὶ τὴν θεωρίαν διαχειραγωγούμενοιClem.Al.Fr.60.
ἀπὸ τῆς γλώττης ἐπὶ τὰ ἔργα τὸ κόσμιον διαχειραγωγεῖνClem.Al.Strom.2.23.145, en v. pas.
ἐπὶ τὴν θεωρίαν διαχειραγωγούμενοιClem.Al.Fr.60.