< διαφράσσω
διαφρίσσω >
διαφρέω
dejar atravesar
διὰ τῆς πόλεως ... τὴν κνῖσαν οὐ διαφρήσετε
Ar.
Au
.193,
ὅπως μὴ διαφρήσωσι τοὺς πολεμίους
Th.7.32.