διαφρίσσω
• Alolema(s): át. -ττω
1 erizar, encrespar, rizar
τὴν ἐπιπολὴν τοῦ κύματος διέφριττε τὸ πέλαγοςPoll.1.107.
2 en perf. estar asustado por
τοὺς ... νόμους διαπεφρικότεςCyr.Al.Mt.182.17.
τὴν ἐπιπολὴν τοῦ κύματος διέφριττε τὸ πέλαγοςPoll.1.107.
τοὺς ... νόμους διαπεφρικότεςCyr.Al.Mt.182.17.