διαφράσσω
• Alolema(s): át. -ττω
I
διαφάρχσαντι τὰ μετακιόνιαIG 13.475.256 (V a.C.),
τὸ μεταστύλιον ... ὀρθοστάταις δυοῖνIG 22.1668.63 (IV a.C.),
θύρανIG 11(2).159A.52 (Delos III a.C.), cf. Hld.9.3.7,
(λίθον πέτρινον) διαφράσσοντα τὴν ἀνάβασινDidyma 25A.16, cf. 26B.19, 27A.80, B.62 (todas III a.C.)
•bloquear con barricadas
τῶν Ἰνδῶν διαφραξάντων τοὺς στενωποὺς καὶ ἀπὸ τῶν οἰκιῶν μαχομένωνD.S.17.96, en v. pas.
ἐκέλευε ... ὄρους τὰ στενὰ ... διαφράττεσθαι γενναίοις τείχεσιHdn.3.1.4
•abs. levantar una barrera o tabique en piedra o madera
διαφράξαι ἀπὸ ὑπαρχόντων τῶν διαφραγμάτων πρὸς τὴν ὀροφήνIG 11(2).158A.53 (Delos III a.C.), cf. CID 2.56.1.86 (IV a.C.).
2 separar mediante un muro o barrera
περιεχαράκωσε τὸν τόπον καὶ διέφραξε θυρώμασι καὶ πέτροιςD.S.20.86
•fig.
δ. τὰ ἑρκίαref. a la Academia y el Liceo, e.d. a la filosofía de Platón y Aristóteles, Them.Or.20.235d.
3 reforzar, equipar fig. en una pintura
διαφράττει δὲ αὐτὸ (τὸ μειράκιον) στέρνοις εὐβαφέσιPhilostr.Im.1.4.
II medic., anat.
1 separar, crear una tabicación o separación
οἱ διαφράττοντες ὑμένες τὸν θώρακαGal.2.594, cf. Anon.Med.Acut.Chron.31.1, en v. pas.
διαπέφρακτο (sic) δὲ ταῖς μήνιγξιν ἕκαστον τῶν μερῶν (τοῦ ἐγκεφάλου)Erasistr.289,
διαφρασσόμενόν τε συνεχῶς φυσικοῖς ὑμέσιDsc.2.24.2,
ἔλλοβα ... διαπεφραγμένα (op. ἀδιάφρακτα)Thphr.HP 8.5.2.
2 obturar, cerrar
τοὺς πόρουςChrys.M.62.94, en v. pas., del colédoco, Ruf.Anat.30
•p. ext. en v. pas. de una vasija
ἀγγεῖον ... διαπεφραγμένον τὸν τράχηλον τῷ ... διαφράγματιHero Spir.1.22.