< διάφραγμα
διαφραγμός >
διαφραγμάτιον
,
-ου, τό
pequeño tabique
τῶν διαφραγματίων τῶν ἐκ τῆς παλαίστρας
IG
11(2).199A.15, cf. 45 (Delos III a.C.).