διάφραγμα, -ματος, τό
• Alolema(s): διάφαργμα IAE 52A.10 (IV a.C.)
I arq.
1 barrera, tabique de madera o piedra, en edificios
σκηνωσαμένου διπλῆν διαφράγματι καλύβηνTh.1.133,
τῶν διαφραγ[μά]των τῶν ὑπὸ τὰς φάτναςIG 42.115.22 (Epidauro IV/III a.C.), cf. IAE l.c., IG 11(2).158A.53, 54, ID 365.34 (ambas III a.C.),
ἀναγράψαι τὸ ψήφισμα ... ἐν τῷ διαφράγματι τῆς στοᾶςIPr.99.19 (II/I a.C.), cf. BCH 28.1904.78.5 (Tralles), I.AI 19.90
•para impedir la entrada a un puerto
λῦσαι τὸ δ. τῶν πολεμίωνD.S.13.78
•en un barco pañol
ἔχουσα ἐν πρύμνῃ δ.PCair.Zen.755.13 (III a.C.).
2 esclusa en obras hidráulicas
τὰ διαφράγματα τῶν διωρύγωνUPZ 157.72, cf. PAlex.4.2, 4 (ambos III a.C.),
κατὰ τὸν ἐπικαιρότατον τόπον (τοῦ ἰσθμοῦ) ἐμηχανήσατό τι φιλότεχνον δ.D.S.1.33
•presa para desecar un lago SEG 32.463.11 (Coronea II d.C.).
3 fig. barrera, obstáculo
ἐπειδὴ αἱ ἁμαρτίαι διιστῶσιν ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ θεοῦ ... περιέλωμεν τὸ χαλεπὸν τοῦτο δ.Cyr.Al.M.69.1185C.
II anat.
1 diafragma
διοικοδομοῦσιν τοῦ θώρακος αὖ τὸ κύτος, διορίζοντες ... τὰς φρένας δ. εἰς τὸ μέσον αὐτῶν τιθέντεςPl.Ti.70a, cf. 84d, Hp.Epid.5.95,
ξυμπαθέει δὲ καὶ τὰ ξυντελοῦντα ἐς ἀναπνοήν, δ., θώρηξAret.SD 1.11.1, cf. Gal.2.503, como la sede de
τὸ τῆς ψυχῆς ἡγεμονικόνPlacit.4.5.8.
2 velo del paladar
τῷ κατὰ γαργαρεῶνα διαφράγματιHp.Epid.2.2.24.
3 tabique nasal
μέρος δ' αὐτοῦ (τοῦ μυκτῆρος) τὸ μὲν δ. χόνδροςArist.HA 492b16, cf. Poll.2.80.
4 cualquier cuerpo membranoso u órgano c. función separadora: membranas que separan las cavidades del corazón
μέσον ἀμφοτέρων ... τῶν κοιλιῶν οἷον δ.Gal.3.440,
τὴν γὰρ ἐπιγλωττίδα τῆς ἀρτηρίας προκεῖσθαι δ. καὶ ταμιεῖονla epiglotis está colocada como barrera y regulador de la tráquea Plu.2.699d,
(τὴν γλώττην) περιέβαλεν ... ὁ Θεὸς τῷ τῶν ὀδόντων διαφράγματιChrys.Catech.1.18.18,
ὑμένες καὶ διαφράγματαBasil.Ep.16, cf. Gr.Nyss.Eun.3.8.3
•membrana para obturar una vasija
ἀγγεῖον ... διαπεφραγμένον ... τῷ ΓΔ διαφράγματι παρ' αὐτὸν τὸν τράχηλονHero Spir.1.19.