διαφραγμός, -οῦ, ὁ
(formado para traducir lat. cancellum) cancel, celosía
ἔρυμα, ὡς ἄν τις εἴποι ‘διαφραγμόν’, ξυλουργές ... ἐπὶ μέσου διέτεινε τοῦ δικαστηρίουLyd.Mag.3.37.
ἔρυμα, ὡς ἄν τις εἴποι ‘διαφραγμόν’, ξυλουργές ... ἐπὶ μέσου διέτεινε τοῦ δικαστηρίουLyd.Mag.3.37.