διαφιλονεικέω
• Alolema(s): -φιλονικέω Plu.Alex.29
1 intr. disputar, rivalizar Arist.SE 165b13, Plu.l.c., D.L.3.34,
ἀλλήλαιςGal. en Phot.Bibl.107a34,
πρὸς τοὺς τοιούτουςIambl.VP 101,
ὁ υἱὸς τῷ πατρίClem.Al.Strom.4.13.92,
περὶ τῆς κλήσεωςPhot.Bibl.149b9,
περὶ τῶν ὑμετέρων καλῶνSch.Pi.O.13.63a.
2 tr. debatir
ταῦτα ... ἐς ἀλλήλουςProcop.Vand.1.19.18,
πολλάProcop.Goth.4.15.2.