διαφίημι
I c. colect.
1 disolver, despedir
τὴν ἐκκλησίανPlb.11.32.1,
αὐτούςPlb.3.63.14, cf. 109.13,
τὴν δύναμινD.23.171,
τοὺς μὲν Μακεδόνας ἐπ' οἴκουPlb.2.54.14,
τοὺς συμμάχουςPlu.Agis 15,
τὴν στρατιάνLib.Or.18.66.
2 dispersar
(τὰ ὑποζύγια) πρὸς τὰς νομάςPlb.3.55.7,
τὴν μὲν ἄλλην στρατιάνI.BI 7.17,
ἄλλον ἄλλοσεAel.VH 14.30, en v. pas.
πρὸς ἃς ἕκαστοι τέχνας ἴσασινI.BI 2.129.
II dejar ir
τοὺς σκύλακαςPlu.2.3b,
ἄδετον ... κατὰ τὴν εἱρκτήνAristaenet.1.20.4,
αὐτὸν ἐκ τοῦ σπηλαίουSynes.Ep.121, en v. pas.
τῇ τῶν ἐναντίων πυργοποιίᾳ διαφεθέντων(proyectiles) disparados contra la fortificación de los enemigos Const.Diac.Laud.M.88.508D
•fig. dejar, abandonar
τὸ πᾶν ἀκυβέρνητονGr.Nyss.Ep.4.5.