< διαφιλονεικέω
διαφιλοτιμέομαι >
διαφιλοτεχνέω
emplear todo tipo de artes
o
recursos
,
mostrarse ingenioso
ὅπως ἂν αὐταῖς συμπλέ[κωντ]αι
Phld.
Sto
.19.1, cf.
Lib
.fr.10.2.