διασμύχω
1 quemar, consumir lentamente o a fuego lento
(πῦρ) διασμύχει ... τὰ παρακείμεναGr.Nyss.M.44.1288A, cf. Hom.in Cant.72.2, de la fiebre
ἔνδοθεν ἔτι τὸ σῶμα τοῦ πυρετοῦ διασμύχοντοςGr.Nyss.M.46.1132A, fig.
τοῦ πένθους οἱονεὶ πυρός τινος ἔνδοθεν αὐτῶν τὰς ψυχὰς διασμύχοντοςGr.Nyss.V.Macr.400.8, cf. M.46.84C.
2 intr. en v. med. consumirse, arder lentamente
πῦρ διασμυχόμενονPh.2.143.