διάσμυρνον, -ου, τό
farm. colirio de mirra
τοῖς διὰ σμύρνης ... κολλυρίοις ..., ἃ δὴ καὶ καλοῦσιν ἰδίως διάσμυρναGal.10.1020, cf. 12.807, Aët.7.30, Paul.Aeg.3.22.21, 23,
τὸ Δαμοκράτους ὀνομαζόμενον δ.Gal.12.257,
διάρροδον εὐελπιδίου, δ. ἐπικαλούμενονGal.12.767,
τὸ Δημοκρίτου δ.Aët.7.22
•tb. ungüento a base de mirra Asclep. en Gal.13.967, Crit.Hist. en Gal.12.491.