διαπίμπρημι
1 quemar, incendiar
τὰς ναῦςPlb.21.44.3, 31.2.11,
τὸν μοχλόνAen.Tact.4.2, en v. pas.
φλογμῷ διαπιμπραμένων πάντωνClem.Al.Strom.6.3.29.
2 intr. en v. med. inflamarse, hincharse
πᾶσα δέ οἱ νηδύςNic.Al.341,
πολλὰ μέρη τοῦ σώματοςDsc.Alex.praef.p.12,
οἱ μυκτῆρεςHippiatr.27.2
•fig.
θυμῷ διαπιμπραμένηuna serpiente, Gr.Nyss.Pss.162.24.