διαπίνω
• Prosodia: [-ῑ-]
1 seguir bebiendo después de la comida, reunirse para beber, beber en ronda, de donde tb. competir bebiendo
ὡς δὲ ἀπὸ δείπνου ἐγίνοντο, διαπίνοντες εἶπαν ... τάδεHdt.5.18, cf. 9.16,
οἴνῳ δὲ χρωμένους ἐπὶ πλέον καὶ διαπίνονταςPlu.2.715d,
πρὸς τὸ πῦρ διαπίνοντάς τε καὶ εὐωχουμένουςPl.R.420e, tb. en v. med.
ἡ διαπινομένη Καλλίστιον ἀνδράσιCalistion, la que competía con los hombres en la bebida Hedyl.1466P.
•de ahí beber solamente, beber a palo seco en v. pas.
διὰ τί ὁ γλυκὺς καὶ ὁ ἄκρατος ... μεταξὺ διαπινόμενοι ἐν τοῖς πότοις νήφειν ποιοῦσινArist.Pr.872b27.
2 brindar Epig.8.
3 tr. beber
ἀμβροσίανAnaxandr.58
•fig. en v. pas. ser absorbido o impregnado
τὸ ῥεῦμα ... ποικίλλει τὰς πέτρας ἐν πολλαῖς διαπινόμενον ταῖς τροπαῖςPhilostr.Im.1.12.