διαπίμπλημι
I
(χρυσόν) διαπλῆσαι σφῶν τὰς οἰκίαςPhilostr.Im.2.27, c. ac. y gen.
λόγων τὴν οἰκουμένηνEun.VS 493,
ἄκρα ... δύω νεοφεγγέος αἴγληςNonn.D.22.350
•fig. cumplir, completar
ἐννέα κύκλα διαπλήσασα Σελήνηςhabiendo cumplido los nueve ciclos lunares Nonn.D.5.194.
2 cumplir
δὶς δώδεχ' ἕτη (sic) διαπλῆσαςIKPolis 83.4 (imper.).
II intr. en v. med. llenarse, colmarse c. gen.
πᾶσα Σικελία αὐτῶνTh.7.85
•saciarse
τῶν ἄρτωνD.C.72.8.5
•fig. estar harto de
ταύτης (τῆς μητρός)And.Myst.125.