< διαπήσσω
διαπιδάω >
διαπιαίνω
cebar en exceso
en v. pas.
τῶν ζῴων ὅσα διαπιαίνεται
Thphr.
CP
6.11.7,
(μῆλα) βοτάνᾳ διαπιανθῆναι
Theoc.16.91.