< διαπιαίνω
διαπιδύω >
διαπιδάω
dejar traspasar
un líquido,
filtrar
οἱ ... ὑψηλοὶ τόποι, οἷον σπόγγος ..., διαπιδῶσι ... τὸ ὕδωρ
Arist.
Mete
.350
a
8.