< διαπήρωσις
διαπιαίνω >
διαπήσσω
1
fijar
,
sujetar
con barras transversales
τὰ σκέλη καὶ τὰ πλευρά
Orib.49.4.6.
2
solidificar
Sud.s.u.
πιμελή
.