< διαντιβάλλω
διαντλέω >
διαντικός
,
-ή, -όν
húmedo
ἔστιν γὰρ ἀτμὶς ἡ ὑπὸ θερμοῦ καυστικοῦ εἰς ἀέρα καὶ πνεῦμα ἔκκρισις ἐξ ὑγροῦ διαντική
Arist.
Mete
.387
a
26.