διαντλέω
• Morfología: [aor. part. nom. sg. masc. διαντλήσαις Pi.P.4.293]
soportar hasta el final
οὐλομέναν νοῦσονPi.l.c., cf. Plu.Arat.52,
πόνουςE.Andr.1217, Pl.Ax.366d, Lib.Ep.419,
μακρὰς ... οἰκουρίαςE.HF 1373,
τοῦ βίου χρόνονPh.1.161,
ὕθλους καὶ λήρουςLuc.Pseudol.25,
γῆραςD.H.6.21,
τὸ ζῆν ὧδεAP 7.127 (D.L), en v. pas.
τῇ πόλει διηντλήθη ὁ πόλεμοςPl.Mx.241e, cf. Lib.Or.59.94
•abs.
ἐκ μακρᾶς ἀποδημίας καὶ ἐπικινδύνου δια<ν>τλήσας ἐσώθηHeraclit.Par.21, c. part. pred. del suj. y ac. de tiempo
παῖδες ... πρὸς ἀλλοτρίας θύρας κεχηνότες διήντλησαν τοσούτους ἐνιαυτούςThem.Or.34.18.