< διανταίρω
διαντικός >
διαντιβάλλω
discutir a fondo
en v. pas.
ἀναγκαῖόν ἐστι διαντιβληθῆναι περὶ τῶν τριῶν κεφαλαίων
Eutych.Const.
Ep.Vigil
.M.86.2405A.