< διανταῖος
διαντιβάλλω >
διανταίρω
• Morfología:
[aor. inf. διαντᾷραι Phld.
Acad.Hist
.15.43]
oponerse enconadamente
,
rebelarse
πολεμῆσαι καὶ διαντᾷραι πρὸς αὐτόν
Phld.l.c.