διανταῖος, -α, -ον
• Grafía: graf. διαντέ- Gal.18(1).351, 528
• Morfología: [-ος, -ον E.Io 767]


I 1que atraviesa de parte a parte διανταίαν λέγεις una herida, A.Th.895, cf. D.S.16.94, τόδ' ἄγχι πλευμόνων ξίφος διανταίαν ... οὐτᾷ esta espada hiere junto a los pulmones (el pecho) de parte a parte A.Ch.640, βέλος A.Ch.184, δ. ἔτυπεν ὀδύνα με πλευμόνων τῶνδ' ἔσω un dolor de lado a lado me ha sacudido dentro de mis pulmones E.l.c., πτερώσεις διεκτετρημέναι διανταίοις τρήμασι Orib.49.24.15
fig. inflexible τοῦτο γὰρ λάχος διανταία Μοῖρ' ἐπέκλωσεν A.Eu.334.

2 anat. que se extiende a todo lo largo τόνοι νευρώδεες de los ligamentos de la espina dorsal, Hp.Art.45, cf. Gal.18(1).528, προσδῆσαι ... ἱμάντι ... ἐκ δύο διανταίων συμβεβλημένῳ Hp.Art.47, cf. Gal.18(1).351.

II adv. -ως completamente εἰ δὲ ... τὸ ὀστοῦν δ. πάθοι Antyll. en Orib.44.20.14.