διανοίγω
• Morfología: [át. perf. part. διανεωγώς Arist.Mu.393a18]
I
τὸ στόμαHp.Mul.2.127, cf. 203, D.C.47.8.4, Philox.Gramm.3,
τοὺς ὀφθαλμούςPl.Ly.210a, cf. LXX 4Re.6.17,
τὰ βλέφαραGal.11.301,
τοὺς πόρουςThphr.Od.49,
πᾶν πρωτότοκον ... διανοῖγον πᾶσαν μήτρανLXX Ex.13.2, cf. 12, Ph.1.181, Ezech.174, Eu.Luc.2.23, en v. pas.
σκέλεαHp.Epid.7.80, en la disección de anim.
διανοιχθέν τι τῶν τετραπόδων ὤφθηArist.HA 507a21,
διανοίχθητι¡ábrete! ref. a los oídos de un sordomudo en su curación Eu.Marc.7.34,
ὡς ... τρυπάνῳ ... διανοιχθῆναι αὐτοῖς τὰ ὦταLuc.Cont.21
•fig.
διανοίξαι τὴν καρδίαν ὑμῶν ἐν τῷ νόμῳ αὐτοῦque abra vuestro corazón a su ley LXX 2Ma.1.4,
διήνοιξεν αὐτῶν τὸν νοῦν τοῦ συνιέναι τὰς γραφάςEu.Luc.24.45
•en v. pas. fig. ser revelado
αὐτῷ ἡ μία φύσιςEust.Mon.Ep.134
•gener. abrir
ὁ Ὠκεανὸς τὸν Ἰνδικόν τε καὶ Περσικὸν διανοίξας κόλπονArist.Mu.393b3, cf. l.c.,
διάνοιξον ... τὰς θύρας σουLXX Za.11.1,
διανοίξασα τὸν χιτῶναAch.Tat.5.17.6,
(τὴν γῆν) διανοίξαντεςPhilostr.Her.9.28,
τὴν δέλτον ... διανοίξαςHld.2.10.1, en v. pas.
ἔσται πᾶς τόπος διανοιγμένοςLXX Za.13.1.
2 de textos escritos revelar, descubrir el sentido
ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς γραφάςcuando nos reveló el sentido de las escrituras, Eu.Luc.24.32,
διελέξατο αὐτοῖς ἀπὸ τῶν γραφῶν, διανοίγων καὶ παρατιθέμενος ὅτι ...dialogó con ellos a partir de las escrituras, revelándolas y exponiendo que ..., Act.Ap.17.3,
διανοίγειν ... πειράσομαι τὰ τῶν παλαιῶν ἀπόρρηταAen.Gaz.Thphr.5.11.
3 de recursos, etc. abrir, poner en servicio
ἤρξατο διανοίγειν τὰ δυναστεύματα τοῦ ΛιβάνουLXX 3Re.2.46c
•fig. de una constelación hacer salir, hacer brillar
διανοίξεις μαζουρωθ ἐν καιρῷ αὐτοῦ ...;¿harás salir la constelación de la Corona a su tiempo? LXX Ib.38.32.
II intr., en v. med.-pas. abrirse
ὡς ... οἱ ... τοῦ νεὼ πυλῶνες αὐτόματοι διανοιχθεῖενPlu.Tim.12,
διανοίγεται δὲ ἡ κατάποσιςSor.64.19
•fig.
διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἔσεσθε ὡς θεοίse os abrirán los ojos y seréis como dioses dice la serpiente, LXX Ge.3.5, cf. Eu.Luc.24.31.