διάνοιξις, -εως, ἡ
1 apertura
τοῦ στόματοςRuf.Anat.23, cf. Nemes.Nat.Hom.M.40.668B, de las prisiones, Thd.Is.61.1, de muros o tumbas, Sud.s.u. διωρυχή.
2 fig. revelación mística
διανοίξεως δεῖται τὰ λόγιαApoll.Laod.Ps.118.130.
τοῦ στόματοςRuf.Anat.23, cf. Nemes.Nat.Hom.M.40.668B, de las prisiones, Thd.Is.61.1, de muros o tumbas, Sud.s.u. διωρυχή.
διανοίξεως δεῖται τὰ λόγιαApoll.Laod.Ps.118.130.