διαμάω
1 rasgar, cortar
ἔγχος ... διάμησε χιτῶναIl.3.359,
Ἰφιγόνης παρηίδαE.El.1023,
τόνδε μέσον διὰ λαιμὸν ἀμῆσαιA.R.4.374,
Πενθεσίλειαν ... διάμησεν ... ΠηλείδηςQ.S.1.620, cf. Hsch.s.uu. διαμῆσαι, διάμησε.
2 arañar, escarbar
ἄκροισι δακτύλοισι διαμῶσαι χθόναE.Ba.709,
τὴν (γῆν) δὲ σκαλίσι τὰς γυναῖκας διαμώσας πλύνεινy las mujeres escarbando (la tierra) con sachos, la lavan Str.3.2.9, cf. Hsch.
•en v. med. mismo sent.
τὸν κάχληκαTh.4.26, cf. Arr.An.6.26.5,
τὴν ... χιόναPlb.3.55.6,
τὴν ψάμμονI.AI 3.10, App.Pun.40,
τὴν ἄμμονD.C.Epit.9.23.2, cf. Hsch.
•fig.
τῶν ναμάτων τὰ διαφανῆ τε καὶ καθαρὰ ... διαμώμενοιThem.Or.21.250b.