διαμάχομαι
• Prosodia: [-ᾰ-]
• Morfología: [aor. subj. διαμαχεσώμεθα Hdt.9.48]
I intr.
1 luchar c. dat. de pers. luchar contra
οὔτε διαμαχεσάμενος οὐδενίHdt.9.67,
ΠελοποννησίοιςTh.1.143,
τοῖς πολεμίοιςPlb.1.45.7,
πᾶσιD.Chr.13.11,
τοῖς βαρβάροιςPlu.Arist.11, cf. 2.125b, Ath.482c,
τὰ παιδία ... ἀλλήλοις διαμάχεσταιlos niños se pelean entre ellos Arr.Epict.4.7.22, tb. c. πρὸς y ac.:
πρὸς ἕναPl.Lg.833e,
πρὸς τοὺς ΚαρχηδονίουςPlb.3.65.11, cf. 2.34.14, 10.6.5, Str.15.1.42, 17.3.8, D.S.17.54,
Ἀθηνᾶ ... πρὸς Ἄρτεμιν οὐ διαμάχεται περὶ θήραςAtenea no lucha contra Ártemis por la caza Luc.Charid.10, cf. Tox.61,
πρὸς τὰ παρόνταHld.4.19.3, cf. 4.7.13,
περὶ τῆς τῆς χώρας νομῆς πρὸς ἀλλήλους διαμάχονταιD.S.3.32, c. μετά y gen.
μὴ διαμάχου μετὰ ἀνθρώπου δυνάστουLXX Si.8.1, cf. Da.10.20
•c. περί y gen. luchar por
περὶ τῆς χώρηςHdt.4.11,
περὶ τῆς γῆςTh.5.41,
περὶ τοῦ πρότερος εἰπεῖνAr.Eq.339,
περὶ τούτουPl.Men.86c,
περὶ τοῦ δικαίουLys.2.17, cf. 34.9,
ἄχρι δ' ἂν αὐτοῦ τούτου πέρι διαμάχωνταιLuc.Herm.36,
περὶ τοῦ μὴ λαβεῖν αὐτόνD.H.4.46
•c. ὑπέρ y gen. luchar por, a favor de
ὑπὲρ τούτωνPl.Smp.207b,
ὑπὲρ τῶν ἀσθενεστέρωνLys.2.12, cf. D.Chr.42.2
•c. dat. instrum.
σιδήρῳ διεμάχονθ'E.Supp.678
•sin rég. Hdt.9.48, Ar.Pl.448, Arist.HA 613a11, Plb.1.57.1, Ph.1.142, 300, 387, Str.11.13.4, Plu.Cim.17, D.S.13.15
•en cont. deportivos combatir
ἐν ταῖς παλαίστραιςPlu.2.825
•fig. c. suj. abstr. y dat.
ὅταν ὁ θυμὸς ... ὑπὲρ τῶν φθαρτῶν πραγμάτων διαμάχηται τοῖς ἀνθρώποιςEuagr.Pont.Schol.Ec.56.3.
2 fig. con dat. rechazar
τούτῳ ... τῷ γένει καὶ διεμάχετο Πλάτων ὡς ὄντι γεωμετρικῷ δόγματιPlatón rechazaba esta clase (considerándola) como una ficción geométrica Arist.Metaph.992a20.
3 fig. c. part. polemizar c. part. pred.
διεμάχοντο λέγοντεςAct.Ap.23.9.
II c. ac., inf. u or. complet.
1 c. ac. combatir, atacar
τοῦτο ... ἀναγκαῖονPl.Sph.261a,
διαμάχεσθαι ὅσον ἂν δύνησθεTh.7.63.
2 c. μή e inf. oponerse a, resistirse a
διεμάχου τὸ μὴ θανεῖνte resististe a morir E.Alc.694,
διαμάχομαι μὴ μεταγνῶναι ὑμᾶς τὰ προδεδογμέναme opongo a que cambiéis de opinión Th.3.40,
τούς τε λόγους ὅστις διαμάχεται μὴ διδασκάλους τῶν πραγμάτων γίγνεσθαιTh.3.42.
3 esforzarse en que c. ὅπως:
περὶ τούτου διαμάχονται, ὅπως ὡς βέλτιστος ἔσται παῖςse esfuerzan en esto, en que el niño sea lo mejor posible Pl.Prt.325d,
διαμάχεσθαι ... ὅπως τοῦτο μὲν μὴ ἐρεῖPl.Grg.502b
•sostener, afirmar con inf.
διαμάχεται ἡμῶν ἡ ψυχὴ τὰ ... δόγματα ... εἶναι ἀληθῆPl.Tht.158d
•c. complet.
ὅτι οὐκ ἀπόλλυται (τὸ ἄρτιον)Pl.Phd.106c,
ὡς οὐ πολλά ἐστιPl.Prm.127e,
διαμάχεσθαι περὶ τούτου, ὡς οὐκ ἐγένοντο ἡμῖν διαλλαγαίLys.4.1.