< διαμάω
διαμβλώττω >
διάμβαρ
,
ὁ
• Morfología:
[indecl.]
cierta
planta
en una receta
σκευαζέσθω γαργάρισμα ... σὺν τῷ διάμβαρ ἐξ ὕδατος θερμοῦ
Gal.14.435.