διακωλύω
1 impedir, obstaculizar c. inf. y suj. en ac.
τὴν ὑστέρην καθαίρεσθαιHp.Mul.2.132,
σε ... ὀρφανὸν εἶναιE.Hec.148,
πολλὰ ἄδικα ... γίγνεσθαιPl.Ap.31e,
ἡ τοῦ θεοῦ ἑορτὴ διεκώλυέ με ἀποθνῄσκεινPl.Phd.61a,
τὸν μὲν σκυτοτόμον διεκωλύομεν μήτε γεωργὸν ἐπιχειρεῖν εἶναι ἅμαPl.R.374b,
τοὺς δὲ μήπω δεδουλωμένους ... δουλωθῆναιPl.Ti.25c,
συλληφθέντα ὡς ἐλεύθερον ὄντα διεκώλυσεν βασανίζεσθαιIsoc.17.17,
τὸ χωρίον πραθῆναιIs.2.28,
τοὺς βουλομένους εἰπεῖνD.19.249,
διακωλύοντος αὐτοῦ τυχεῖν αὐτοὺς τῆς αὐτονομίαςD.S.20.79, cf. Lib.Vit.7.34,
τοὺς ἑτέρους κρατῆσαιPlu.Sol.13, cf. I.AI 9.287,
ὀλισθαίνειν ... τὸ βρέφοςD.P.Au.1.3
•c. μή e inf. impedir que
μεγάλα ἐστὶ τὰ διακωλύοντα ταῦτα μὴ ποιέεινHdt.8.144,
μὴ διαφθεῖραιTh.2.49, cf. 17,
μὴ σῴζεσθαιLys.20.36,
τὰ ἱερὰ μὴ γίγνεσθαιAntipho 5.82,
τὸν πάσχοντα μὴ παθεῖνAntipho Soph.B 44A.6.15, tb. en v. pas. Hp.Mul.1.17
•sólo c. inf.
ὁ χειμὼν διεκώλυσε μηδὲν πρᾶξαιX.HG 1.7.32, cf. 6.35,
διακωλῦσαι βοηθεῖνPlb.29.24.3,
ὑποδρόμοις ἀσφαλέσι προσσχεῖν εὐσεβείαςPh.2.343,
παθεῖν ταῦταPlu.2.861a, con inf. impl.
αὐτὸν δὲ τὸν κύκλον Νικίας διεκώλυσενNicias impidió que hicieran lo mismo con el propio círculo fortificado Th.6.102
•en v. pas. verse imposibilitado, ser impedido
ἔπαθε διακωλυθεὶς τοῦ σκοποῦ τυχεῖνAntipho 3.2.7,
πράττειν ... διεκωλύθησανD.H.10.12.
2 c. ac. de abstr. impedir, evitar
φόνονS.OC 1771,
ὕπνονHp.Morb.3.16,
μόρον ἈδμήτουE.Alc.33,
ταῦταX.HG 2.3.46,
τὸ πρᾶγμαAlc.Com.4,
εἰ δὲ πόλεμος διακωλύσει τι τῶν ἔργωνSchwyzer 656.6 (Tegea IV a.C.),
τὴν ἐπ' ὀρθὸν φοράνThphr.Ign.53,
τὸν ἐπίπλουν τῆς βοηθείαςPlb.1.44.4, cf. Sosicr.Hist.11,
τὴν παράταξιν αὐτῶνD.S.13.78.,
τὴν οἰκοδομίαν τοῦ ναοῦI.AI 11.103, cf. 14.485,
τοῦτοPlu.2.201a, Pomp.19, Hld.5.31.1
•c. doble ac.
ταῦτ' ... σὲ μὲν τότε διεκώλυσαPl.Ep.315d
•en v. pas. ser impedido
ἃ ... διεκωλύθηD.18.60,
τὸ ἔργον οὐκ ἔδρασε διακωλυθεὶς ὑπὸ τῶν φίλωνI.AI 6.238, cf. PRyl.579.16 (I a.C.)
•fig. ser frustrado
ἔσχε μὴ διακωλυθείσης τῆς τοῦ καταρξαμένου φιλοτιμίαςI.BI 5.154
•abs. ser un obstáculo, estorbar
τῶν Θηβαίων τινὲς ὄντες ἐν τῷ τείχει διεκώλυονX.HG 3.5.19,
ὁ Ἴφικλος διεκώλυεErgias 1,
ἵνα, εἰ διακωλύοι τις, εὐθὺς ἀπόληταιPh.2.576,
μηδενὸς ἐνισταμένου μηδὲ διακωλύοντοςPlu.Agis 13,
τῶν νεωκόρων τις διεκώλυεHld.7.11.2, de los vientos, Thphr.Vent.48.
3 c. ac. de pers. retener, detener
αὐτὸνPl.Thg.128e, Eu.Matt.3.14, Luc.DMeretr.10.2, cf. I.AI 5.325, D.L.4.41,
τῶν τε πρεσβυτέρων διακωλυόντων τοὺς ἐν τῷ ἄστει διαθέονταςTh.8.92,
τοὺς ἐπὶ τὸ στρατόπεδον πλέονταςPlb.1.53.7, cf. D.H.9.54
•c. ac. de pers. y gen. de abstr.
διεκώλυσαν αὐτὸν τῆς εἰς τὴν πόλιν εἰσόδουD.S.17.40
•c. ac. de pers. y part. predic.
διακωλῦσαι αὐτοὺς προσβαίνονταςLXX Iu.4.7, cf. SEG 37.77.28 (Atenas IV a.C.), Plu.2.295b,
Τιμόθεον μέλλοντα στρατεύειν ἐφ' ὑμᾶς διεκώλυσαAnaximen.Rh.1435a15
•en v. pas.
διεκωλύθησαν δὲ ὑπὸ τοῦ γενομένου σεισμοῦTh.1.101,
εἰ μὴ χειμῶνι διεκωλύθη σφοδροτάτῳI.BI 1.339,
διεκωλύοντο πρὸς τὴν τόλμαν ὑπὸ τῆς τοῦ Σκεδάσου χρηστότητοςPlu.2.773c.