διακωλυτικός, -ή, -όν
que impide, que sirve para obstaculizar
περὶ ... τὰς βίᾳ πράξεις διακωλυτικὰ ἔργαPl.Plt.280d, cf. Poll.7.209,
(πρὸς τὴν τέκνωσιν) ἧττον μὲν διακωλυτικὸν τὸ πάθοςArist.HA 634a36, c. gen.
φλεγμασίης πάσηςOrib.Syn.3.18.4.