< διακρύπτω
διακτενίζω >
διακτάομαι
poseer
sólo en v. pas.
pertenecer
ταυτὶ πρέποι ἂν τῇ θείᾳ τε καὶ ἀκηράτῳ διακεκτῆσθαι φύσει
Cyr.Al.
Nest
.3.2 (p.60.10).